γρεκιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρεκιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρεκιˬάζω Ἤπ. (Μαργαρ. Παραμυθ. Πλατανοῦσ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λιγουρ. Μεσσην.) - Λεξ. Βλαστ. 290 γρικιˬάζου Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Μετόχ. Στρόπον.) Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κόνιτσ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Ἀρματωλικ. Κακοπλεύρ. Καλαμπάκ. Ὀξύν. Φάρσαλ.) Θρᾴκ. (Λίμν. Μάδυτ. Περίστασ.) Μακεδ. (Βόιον. Βροντ. Γαλατ. Γήλοφ. Γρεβεν. Δαμασκ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καστορ. Λόφ. Χαλκιδ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀράχ. Ἀρτοτ. Ἀσπρόπυργ. Ἀστακ. Γραν. Καλοσκοπ. Κολάκ. Λεπεν. Παρνασσ. Σπάρτ. Ὑπάτ. Φθιῶτ. Φτελ. Φωκ. κ.ἀ.) γκρικιˬάζω Μακεδ. (Βόιον) γκρικιˬάζου Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ.) γρετσιˬάζω Πελοπν. (Λαγκάδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρέκι.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1) Εἰσέρχομαι, παραμένω εἰς κατάλληλον τόπον ἢ οἴκημα πρὸς ἀνάπαυσιν ἢ διανυκτέρευσιν Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Μετόχ. Στρόπον.) Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κόνιτσ. Κουκούλ. Παραμυθ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Ἀρματωλικ. Κακοπλεύρ. Καλαμπάκ. Ὁξύν. Φάρσαλ.) Θρᾴκ. (Λίμν. Μάδυτ. Περίστασ.) Μακεδ. (Βόιον Βροντ. Γαλατ. Γήλοφ Γρεβεν. Δαμασκ. Λόφ.) Πελοπν. (Μεσσην.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀραχ. Ἀρτοτ. Ἀσπρόπυργ. Ἀστακ. Γραν. Καλοσκοπ. Κολάκ. Λεπεν. Παρνασσ. Σπάρτ. Φθιῶτ. Φτελ.): ᾽Ιδῶ γρικιˬάζ᾽ι τὰ πρόβατα Καλαμπάκ. Γρέκιˬασαν ᾽ς τοὺ γούπατου τὰ πρόατα Δωδών. Πῆγαν μουναχά τ᾽ς κὶ γρέκιˬασαν τὰ πράματα μέσ᾽ ᾽ς τὴ σπ᾽λιˬὰ Αἰτωλ. Εἶι γρικιˬασμένα τὰ πράματα αὐτόθ. Ἰκεῖ πᾶν κὶ γρικιˬάζ᾽ι τ᾽ ἀγριού᾽δα κάθι μέρα αὐτόθ. Τὰ ζὰ γρικιˬάσαι Λεπεν. Τὰ πρόβατα γρικιˬάζουν ᾽ς τ᾽ ἀπάγκε͜ιο Παρνασσ. Γρέκιˬασαν τὰ πιδιˬὰ (ἡσύχασαν, ἐκοιμήθησαν) Γραν. Ποῦ θὰ γρικιˬάσουμι ἀπόψι; (ποῦ θὰ κοιμηθῶμεν ἀπόψε;) αὐτόθ. || ᾎσμ. Σὰν τὰ μερμήγκιˬα περπατοῦν, σὰν τὰ μελία βάζουν, σὰ ᾽ς τὸ μελισσοβότανο ᾽ς τὰ γρέκιˬα τους γρεκιˬάζουν (ἐνν. τὰ πρόβατα• βάζουν = βουΐζουν) Ἤπ. 2) Παραμένω εἰς τὴν φωλεάν μου Ἤπ. (Ζαγόρ.) Β) Μεταβ. 1) Ὁδηγῶ, εἰσάγω την ἀγέλην εἰς τὸ ποιμνιοστάσιον ἢ φέρω αὐτὴν εἰς τόπον κατάλληλον πρὸς ἀνάπαυσιν ἢ διανυκτέρευσιν Εὔβ. (Μετόχ. Στρόπον.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Μαργαρ. Παραμυθ. Πλατανοῦσ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Ἀρματωλικ. Ὀξύν.) Μακεδ. (Βροντ. Γήλοφ. Γρεβεν. Δαμασκ. Δασοχώρ. Δεσκάτ. Καστορ. Χαλκιδ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀρτοτ. Ἀσπρόπυργ. Ἀστακ. Γραν. Λεπεν. Φθιῶτ. Φωκ.) - Λεξ. Βλαστ 290: Ποῦ τὰ γρέκιˬασες ᾽πόψε τὰ γίδιˬα; Μετόχ. Γρεκιˬάζω τὰ πράματα (ὁδηγῶ τὸ ποίμνιον εἰς τὸ γρέκι) Καλάβρυτ. Εἶναι ᾽να ᾽άδι καὶ τό ᾽καμα γρέ᾽ καὶ γρεκιˬάζω τὰ πράματά μ᾽ Μαργαρ. Γρέκιˬασα τὰ πρά᾽τα μας ᾽ς τὰ Ρόgιˬα Βροντ. Θὰ γρικιˬάσουμι τὰ γίδιˬα ᾽ς ν᾽ Ἁλατσιˬὰ ἀπ᾽ κάτ᾽ Δεσκάτ. Ποῦ τὰ γρικιˬάζ᾽ς τὰ γίδιˬα; Γραν. Τὰ γρέκιˬασαν ᾽ς τοὺ χουράφ᾽ τὰ πράματα γιˬὰ νὰ κουπρίσ᾽ι Αἰτωλ. Συνών. σταλίζω. 2) Φονεύω τινὰ Στερελλ. (Αἰτωλ. Γραν. Παρνασσ. Ὑπάτ.): Θὰ σὶ γρικιˬάσου Ὑπάτ. Τὄρρ᾽ξι μίνιˬα κὶ τοὺν γρέκιˬασι (τοῦ ἔρριξε μιὰ τουφεκιὰ καὶ τὸν ἐφόνευσε) Γραν. Τοὺν ηὗραν γρικιˬασμένουν ἀδικεῖ π᾽ τοὺν βάρισαν (τὸν ηὗραν νεκρὸν ἀκριβῶς ἐκεῖ, ὅπου τὸν ἐκτύπησαν) Αἰτωλ. 3) Συλλαμβάνω τινὰ ἐπ᾽ αὐτοφώρῳ διαπράττοντα κακόν τι Πελοπν. (Λιγουρ.): Τοὺν γρέκιˬασαν νὰ κλέβῃ κόττες. 4) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, δέρνω, κτυπῶ Πελοπν. (Λαγκάδ.): Ἡ κόταινα σήμερα γρέτσιˬασε τὴν κοτοπούλα της (ἡ κυρία σήμερα ἐκτύπησε τὴν κόρην της). Τόνε γρέτσιˬασε! αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA