βιζικάντι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιζικάντι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιζικάντι τὸ, βεζικάντι Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. βιζικάντι κοιν. βιζικάντ’ βόρ. ἰδιώμ. βιζικάνd’ Μακεδ. βιζικάτι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βιζικάντε Λεξ. Περίδ. βεζιγάντι Λεξ. Δημητρ. βιζιγάντε Ζάκ. Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) κ.ἀ. βιζιγάντι Ἀθῆν. Κρήτ. Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. βιζ’γάντι Πελοπν. (Ἀρκαδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. vescicante.

Σημασιολογία

᾿Εκδόριον ἔνθ’ ἀν.: Βάζω-ρίχνω βιζικάντι κοιν. || Φρ. Μᾶς κόλλησε σὰν βιζικάντι (μᾶς ἔγινε ἐνοχλητικός, συνών. φρ. μᾶς κόλλησε σὰν τσιμπούρι ἢ μᾶς ἔγινε τσιμπούρι) πολλαχ. Μᾶς ἔγινε βιζ’γάντι (συνών. τῇ προηγουμένῃ) ᾿Αρκαδ. Συνών. βιζικατώρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/