γρεμπένι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρεμπένι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρεμπένι τό, Πελοπν. (Καμίν. Κάμπος Λακων. Λίμπερδ.) γρεbένι Πελοπν. (Ἄρν. Γέρμ. Ζελίν Λεῦκτρ. Καρδαμ. Μάν. Ξεχώρ. Ξηροκ. Οἴτυλ. Παλαιοχ. Πλάτσ. Σαηδόν. Τσέρ.) κρεbένι Πελοπν. (κάμπος Λακων.).

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. greben᾽ = κάλλαιον.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἄνω κάλλαιον τοῦ ἀλέκτορος ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ κοῦρος ἔχει μεγάλα κρεbένιˬα (κοῦρος = ἀλέκτωρ) κάμπος Λακων. Κόκορας μὲ γρεbένι Καρδαμ. Ψευτοκοῦρος ἔναι, ἀφοῦ δὲν ἔχει γρεbένι, λειρία, σκαλτσούνιˬα τσαὶ χρωματιστὰ φτερὰ Ξεχώρ. Ἔσφαξα τὸ gοῦρο μὲ τὸ μεγάλο γρεbένι αὐτόθ. Κλωσσογεννάει ἡ κόττα, κοκκινίζει τὸ γρεbένι της (κλωσσογεννάει = ἐνῷ εἶναι κλῶσσα, συγχρόνως γεννᾷ) Γέρμ. Γιὰ νὰ γυρίζῃ ᾽ς τὸ χωράφι ὁ κόκορας ἀbολυτός, κατακόκκινο τό ᾽χει τὸ γρεbένι του Ξηροκ. || Φρ. Κατέβασε γρεbένιˬα (ἐθύμωσε) Ξεχώρ. Τοῦ πέσανε τὰ γρεbένιˬα (ἐταπεινώθη) αὐτόθ. Συνών. καπερόνι, κρέστα, λειρί. 2) Ὀζώδης ἐξοχὴ κλάδου δένδρου Μάν. Συνών. ἀγγριφώνι, τὸ ὁπ. βλ..

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/