βίκα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βίκα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βίκα ἡ, Ζάκ. Θεσσ. Κεφαλλ. Λέσβ. (Ἀγιάσ. Μανταμᾶδ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γέρμ. Γεωργίτσ. Καλάμ. Κάμπος Λακων. Κόκκιν. Κρεμμ. Λακων. Λεβέτσ. Μάν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Οἰν. ᾿Ολυμπ. Πύλ. Τρίκκ. Τριφυλ.) Στερελλ. (Ἀκαρν.) -Λεξ. Δημητρ. βῖκος ὁ, Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. Στερελλ. (Λεβάδ.) -Λεξ. Αἰν. ’Ηπίτ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. βῖκος.

Σημασιολογία

1) Πήλινον ὑδροφόρον ἢ οἰνηρὸν ἀγγεῖον Ζάκ. Θεσσ. Κεφαλλ. Λέσβ. (Ἀγιάσ. Μανταμᾶδ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Ἀνδροῦσ. Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Γέρμ. Γεωργίτσ. Καλάμ. Κάμπος Λακων. Κόκκιν. Κρεμμ. Λακων. Λεβέτσ. Μάν. Μεγαλόπ. Μεσσ. Οἰν. ᾿Ολυμπ. Πύλ. Τρίκκ. Τριφυλ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀκαρν.) -Λεξ. Αἰν. ᾿Ηπίτ. Δημητρ.: Φρ. Ἐμπῆκε ὁ διˬάολος ’ς τὴ βίκα (ἐπὶ συλληφθέντος εἰς παγίδα) Ζάκ.|| Παροιμ. Ἡ βίκα πολλὲς φορὲς πάει ’ς τὴ βρύσι, ἔρχεται ἡ ὥρα ποῦ δὲ θὰ γυρίσῃ (ὁ ἐκτιθέμενος εἰς κινδύνους κἄποτε ἐνδέχεται νὰ ἀπωλεσθῇ) Λακων. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ξενοφ. ᾿Ανάβ. 1, 9, 25 «Κῦρος γὰρ ἔπεμπε βίκους οἴνου ἡμιδεεῖς» καὶ Ἡσύχ. «βῖκος στάμνος ὦτα ἔχων». Συνών. λαγύνα, στάμνα. 2) Ὑδροφόρον ξύλινον βυτίον Στερελλ. (Λεβάδ.) 3) Βικί 2, ὃ ἰδ., Θράκ. (Αἶν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/