γρεντάλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρεντάλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρεντάλι τό, ἐνιαχ. γριντά᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν. Φθιῶτ. Φωκ.) - Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 34.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρέντα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άλι.

Σημασιολογία

1) Κορμὸς δένδρου ὑψηλοῦ καὶ εὐθυτενοῦς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν.) 2) Μετων., ἄνθρωπος ὑψηλοῦ ἀναστήματος Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Γραν. Φθιῶτ. Φωκ.) - Δ. Λουκόπ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἕνα γριντά᾽ οὑλόκληρου εἶν᾽ αὐτὸς οὑ ἄνθρουπους Γραν. Εἶνι ἕνα γριντά᾽ ὥς ἰκεῖ ἀπάν᾽ ψ᾽λὸς Αἰτωλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/