βικὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βικὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βικὶ τό, Θρᾴκ. Κύθηρ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ.) κ.ἀ. βιτσίν Καππ. βεσὶ Καππ. (Σινασσ.) βίκι Πελοπν. (Σουδεν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν οὐσ. βίκιον ἢ βικίον.

Σημασιολογία

1) Πήλινον ὑδροφόρον ἀγγεῖον μόνωτον ἢ δίωτον συνήθως μικρὸν Καππ. (Σινασσ.) Κύθηρ. Νίσυρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Σουδεν.) κ.ἀ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Συνών. λαγύνι, σταμνί. β) Εἶδος μικρᾶς πηλίνης χύτρας Καππ. (Σινασσ.) 2) Ὑάλινον, ἀλαβάστρινον ἢ ἀργυροῦν στενόλαιμον δοχεῖον εἰς τὸ ὁποῖον τίθεται μύρον, ροδόσταγμα ἢ ἀνθόνερον Θρᾴκ. (Αἶν.) κ.ἀ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Κωδιν. Πατρ. Κωνπόλ. 30,11 «βίκιον μύρου». Συνών. βίκα 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/