γλεῖμμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλεῖμμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλεῖμμα τό, Πελοπν.(Λακων.) Πόντ.(Ὄφ) Χίος- Λεξ. Δημητρ. γλεῖμμαν Κύπρ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) -Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 2, 18 καὶ 134 ἄγλειμμα Ζάκ. Μακεδ. (Καταφύγ.) γλεῖμμα ἡ Παξ. Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλείφω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ἀγλείφω.

Σημασιολογία

1) Λειχασμός, γλείψιμον Ζάκ. Κύπρ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Λεξ. Δημητρ. 2) Τὸ ὑπόλειμμα τοῦ ἐκ τῆς χρήσεως λειωθέντος σάπωνος ἢ ἄλλου στερεοῦ ἀντικειμένου Κύπρ. Παξ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) Δὲν ἔχω οὔτε γλεῖμμα σαπούνι νὰ πλύνω τὸ ζακέτο μου Παξ. Δῶσ’ με τὴ σαπωνί’ τὸ γλεῖμμα Ὄφ. ᾿Αγόρασε λίο σαπώνι, ἕνα γλεῖμμα ἐπόμενε. Ντράν’ καλὰ καὶ μὴν-ἐμπέφτῃ ἡ γλεῖμμα ἀσ’ σὰ χέριˬα σου αὐτόθ. || Φρ. ᾿Εν τ᾿ ἀφίνει γλεῖμμαν (εἶναι κατὰ πάντα ὅμοιος) Κύπρ. Συνών. φρ. Δὲν τ᾿ ἀφίνει φτύμα. Εἶναι φτυστός || ᾎσμ. Πορρίζιˬα μιˬᾶς κολορριζιˬᾶς τέθκοιˬας τεῖ ποὺ πλαστοῦσιν, γλεῖμμαν ᾽ὲν τῆς ἀφίν-νουσιν, ἀθκιˬοῦν τσαὶ ᾿πωροβοῦσιν (ἀθκιˬοῦν = ἀνθίζουν, πωροβοῦσιν = δένουν καρπὸν) Δ. Λιπέρτ., ἔνθ’ ἀν. 2, 18. Συνών. ἀπογλείμμιδο, ἀπόγλυσμαν, ἀπογλύσμιν, ἀπολειφάδα, ἀπολειφαδάκι, ἀπολειφάδι, ἀπολείφαδο, ἀπολείφιν, ἀποσαπουνίδι, ἀποσάπουνο, γλειμμίτσα. 3) Τὸ λειχόμενον Λεξ. Δημητρ. 4) Χλόη μικρὰ φυομένη εἰς ὀρεινοὺς τόπους, ἡ ἄλλως καλουμένη χνούδι Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.) Χίος - Λεξ. Δημητρ.: Τὰ βούδκιˬα μου ηὕρασιν λ-λίον γλεῖμμαν Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γλεῖμμα Κάλυμν. καὶ Γλείμματα Κάλυμν. Χίος (Βροντ. κ.ἀ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/