γλειμμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλειμμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικο
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλειμμάρα ἡ, Κεφαλλ. ἀγλειμμάρα ’Ιόνιοι νῆσ. Κεφαλλ. Λευκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλεῖμμα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άρα.
Σημασιολογία
Τὸ αἴσθημα τὸ προκαλούμενον ἐκ μικρᾶς ἢ ἀρχομένης πείνης ἔνθ’ ἀν.: Δῶσε μου κάτι νὰ φάω, γιˬατὶ ἔχω μιˬὰ γλειμμάρα, ποὺ δὲ βαστε͜ιέμαι Κεφαλλ. -’Σ τὰ κούτσουπα ἐπέσετε; - Τί νὰ κάνουμε, ἀφοῦ μᾶς ἔπιˬακ’ ἡ γλειμμάρα; (κούτσουπα = ξυλοκέρατα) αὐτόθ. Ἡ ἀγλειμμάρα τὰ ’φαγε Λευκ. Ὅτα σὲ πιˬάσ’ ἡ ἀγλειμμάρα, ὅ,τι καὶ νά ’βρῃς, τρῶς αὐτόθ. Συνών. λιγούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA