βιλαέτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιλαέτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιλαέτι τό, πολλαχ. βιλαέτ' πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. βιλιˬαέτι Ἤπ. (Δρόβιαν.) βιλαγέτ-τιν Λυκ. (Λιβύσσ.) βιλαγέτι Ἤπ. βιλαγέτ’ Ἤπ. (᾽Ιωάνν.) βιλαέτ-τιν Κύπρ. φιλαέτ-τιν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. vilayet.

Σημασιολογία

1) Διοικητικὴ περιοχή, νομὸς πολλαχ.: ᾌσμ. ᾿Ακούστι σεῖς περίχουρα κὶ σεῖς βρὲ βιλαέτιˬα Μακεδ. Γιˬὰ ζοῦμι γιὰ πιθαίνουμι γιὰ ᾽ς ἄλλουν τόπου πάμι γιˬὰ ᾿ς ἄλλα συνουρέματα γιˬὰ ᾿ς ἄλλα βιλαέτιˬα αὐτόθ. 2) Πολιτεία (ὡς κέντρον διοικητικῆς περιφερείας) Κρήτ. 3) Πατρὶς Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) 4) Μέρος, περιοχὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾿Εζύωσες πάλι ᾿ς τὰ βιλαέθιˬα τοῦτα Ἀπύρανθ. 5) Κτηματικὴ περιοχὴ Σάμ. -ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 160: Πάμι κάτ’ ’ς τὰ βιλαέτιˬα μας Σάμ. Ἀγναντεύουν τὸ πέλαγος σὰν νά ’τανε ὅλη τούτη ἡ γαλάζια ἀπεραντοσύνη δικό τους βιλαέτι ΚΜπαστ. ἔνθ᾽ ἀν. 6) Συνοικία Νάξ. (Ἀπύρανθ.): ᾎσμ. Καινούργιˬ’ ἀγάπην ἤκαμα ᾿ς τ᾽ ἀπάνω βιλαέτι κ' ἐκείνη ποῦ ’χα χαμηλὰ νὰ κάψ’ ἀστροπελέκι. 7) Ποικιλία ἀμπέλου φερούσης μαύρας ὀψίμους σταφυλὰς Πελοπν. (Μάν.). Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἄνδρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/