γρετζάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρετζάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γρετζάρω Ἀντίπαξ. Κεφαλλ. Παξ. - Δ. Λουκάτ., Κεφαλον. λατρ., 178.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἑνετ. grezar = ἐπιθέτω τὸ πρῶτον χονδρὸν ἀσβεστοκονίαμα ἐπὶ τοῦ τοίχου.

Σημασιολογία

1) Ἐπαλείφω τὸν τοῖχον διὰ τοῦ πρώτου χονδροῦ ἀσβεστοκονιάματος Κεφαλλ. 2) Καθίσταμαι τραχὺς τὴν ἐπιφάνειαν Ἀντίπαξ. Παξ. 3) ᾌδων δὲν ἀποδίδω ἀκριβῶς μουσικὸν φθόγγον Κεφαλλ. - Δ. Λουκάτ. ἔνθ᾽ ἀν.: Καλὸς ἢτανε ὁ τενόρος ποὺ μᾶς ἐφέρανε, μὰ δὲν εἶδες ποὺ ἀπάνου ᾽ς τὴν ἄριˬα τσῆ Τραβιάτας ἐγρέτζαρε Κεφαλλ. Τὰ ἐγρετζάρετε ᾽ς τὸν πολυέλαιο. Τσοὺ ἐφάετε, λέει, τρεῖς κορῶνες Δ.Λουκάτ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. φαλτσάρω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/