γρέτζι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρέτζι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρέτζι τό, ἐνιαχ. γρέζι Ἀθῆν. Ναύστ. Πειρ. Προπ. (Κύζ) γρέζ᾽ Εὔβ. (Ψαχν.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρέτζος.

Σημασιολογία

1) Ρίνισμα μετάλλου ἐκ τῶν ἀπορριπτομένων κατὰ τὴν κατεργασίαν αὐτοῦ Ἀθῆν. Εὔβ. (Ψαχν.) Ναύστ. Πειρ.: Καθὼς τρόχιζε τὸ μαχαίρι, τοῦ πετάχτηκε ἕνα γρέζι ᾽ς τὸ μάτι Ἀθῆν. Μ᾽ αὐτὴ τὴ λίμα ὅλο γρέζιˬα πετάω αὐτόθ. Μπῆκι ἕνα γρέζ᾽ ᾽ς τοὺ μάτι τ᾽ Ψαχν. 2) Μικρὰ προεξοχὴ ἐπὶ μὴ καλῶς λειανθείσης ἐπιφανείας μετάλλου Προπ. (Κύζ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) κ.ἀ.: Πᾶρε λίγο τὰ γρέζα μὲ τὴ λίμα Κύζ. Βάλε τὸ νύχι σου ἀπάνω νὰ δῇς ποῦ ἔχει γρέζα αὐτόθ. Μὶ πλήγουσαν τὰ γρέζιˬα Φθιῶτ. Φωκ. Συνών. ἀγριάδα ΙΙ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/