γρέτζος (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρέτζος (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γρέτζος ὁ, (ΙΙ) ἐνιαχ. γρέντζος Στερελλ. (Μεσολόγγ.) - Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 211. Κ. Ἀνανιάδ., Θαλασσ. Ἐγκυκλοπ. 20. Π. Οἰκονομίδ., Κατάλ. ἰχθ. Ἑλλάδ., Ἰνστιτ. Ὠκεαν. - Ἀλιευτ. Ἐρευν., 11 (1972), 492. Θηλ. γρέτζα Μ. Στεφανίδ., Ὁρολογ. δημώδ. 20 γρέτσα Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Μεσσην.) - Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 6 (1923), 211 - Λεξ. Βυζ. Βλαστ. 431.
Ετυμολογία
Πιθαν ἐκ τοῦ Ἑνετ. garizzo.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἰχθὺς Μαινὶς ἡ κοινὴ (Maena vulgaris) τῆς οἰκογ. τῶν Σπαριδῶν (Sparidae) Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Μεσσην.) - Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923), 211, Ὁρολογ. δημώδ., 20 - Λεξ. Βυζ Βλαστ. 431. Συνών. κόντουρα, μανόλι, μεζίκι, μενόλι, μένουλα, στρογγύλα. 2) Ὁ ἰχθὺς Κέφαλος ὁ χείλων (Mugil labeo) τῆς οἰκογ. τῶν Κεφαλιδῶν (Mugilidae) Στερελλ. (Μεσολόγγ.). - Μ. Στεφανίδ., Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923), 211. Κ. Ἀνανιάδ., Θαλασσ. Ἐγκυκλοπ., 20. Π. Οἰκονομίδ., Κατάλ. ἰχθ. Ἐλλάδ., Ἰνστιτ. Ὠκεαν. - Ἁλιευτ. Ἐρευν., 11 (1972) 492.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA