βιλλὶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιλλὶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιλλὶ τό, βιλ-λὶν Κύπρ. βιλλὶν Πόντ. Βιλλὶ Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σηλυβρ. Σκοπ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ.) Κίμωλ. Νάξ. Πόντ (Νικόπ.) Σίκιν. Σίφν. Χίος (Νένητ.) βιλ-λὶ Ρόδ. β’λ-λὶ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) βλιβλὶ Θήρ. βιλλιὸ Χίος (Βροντ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεταγν. οὐσ. βιλλίν. Πβ. Ἡρωδιαν. 1,158 (ἔκδ. Lentz) «βίλλος τὸ ἀνδρικὸν αἰδοῖον τὸ κοινῶς βιλλίν».

Σημασιολογία

1) Τὸ γεννητικὸν μόριον τοῦ ἀνδρὸς Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. Σκοπ.) Καππ. (᾿Ανακ. 'Αραβάν. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ.) Κύπρ. Πόντ. (Νικόπ. κ.ἀ.) Ρόδ. Χίος (Βροντ. Νένητ.) Συνών. βίλλος (Ι) 1. 2) Τὸ πλῆκτρον τοῦ κώδωνος Θήρ. Νάξ. Σίκιν. Συνών γλωσσίδι, λαλούδι, σεῖστρο. 3) Μικρὰ ὀπὴ δοχείου ἐκ τῆς ὁποίας ἐκρέει τὸ ἐν αὐτῷ ὑγρὸν (ἡ σημ ἐκ τοῦ τὴν ὀπὴν φέροντος βιλλοειδοῦς ράμφους τοῦ δοχείου) Κιμωλ. Σίφν. 4) Τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον Θρᾴκ. (Σηλυβρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/