ἀσυνεικασιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσυνεικασιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀσυνεικασιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀσυνεικασὰ Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ἀ’νεικαὰ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσυνείκαστος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. ἀ- στερητ. 1β.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ μὴ δύναταί τις νὰ ἐννοήσῃ εὐκόλως, δύσνοια Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Καμένη, μιˬὰν ἀσυνεικασά, νὰ μὴ συνεικάζῃς κ᾿ ἐσὺ νὰ κάμῃς τίοτα! 2) Τὸ νὰ μὴ δύναταί τις νὰ χορτάσῃ Ἴμβρ. Συνών. ἀχορτασιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA