ἀσυνείκαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυνείκαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσυνείκαστος ἐπίθ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Χηλ. ἀσ’νείκαστος Προπ. (Κύζ) ἀσ’νείκαστους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Λῆμν. ἀ’νείκαστους Ἴμβρ. Λέσβ. (᾿Αγιάσ.)

Χρονολόγηση

Μεταγενέστερη

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀσυνείκαστος.

Σημασιολογία

Α) Παθητ. 1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐννοεῖ τις Νάξ. (᾽Απύρανθ.): ᾿Ασυνείκαστη κουβέdα. β) Ὁ μὴ ἀναγνωριζόμενος Νάξ. (’Απύρανθ.): ’Εγνώρισές τονε ἤ ἀσυνείκαστο τὸν ἔχεις ἀκόμα; 2) ᾿Απροσδόκητος, ἀνέλπιστος Προπ. (Κύζ.): ᾿Ασ᾿νείκαστα πράματα. Συνών. ἀδόκητος 1, ἀκαρτέρητος 3, ἀνανάμενος 1, ἀναπάντεχος 1, *ἀναπέλπιστος, ἀναρίθμητος 3, ἀνέλπιδος 1, ἀνέλπιστος 1, ξαφνικός. Β ) Ἑνεργ. 1) Ὁ μηδὲν ἐννοῶν, ἀσύνετος Λέσβ. (᾿Αγιάσ.) Χηλ : ᾽Ασ᾿ τουν τσ' εἶνι ἀ’νείκαστους ἄθριπους ᾿Αγιάσ. Συνών. ἄλαλος 4, ἄμυˬαλος 1, ἀνάποδος Α 5δ, ἀνόητος 1. 2) ᾿Ακόρεστος, ἄπληστος Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἴμβρ. Λῆμν. : ᾿Ανείκαστους εἶνι, ὅ,τ’ νά φά’ δὲ ’νεικά’ Ἴμβρ. Συνών. ἀχόρταστος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/