γλειφίτσης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλειφίτσης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλειφίτσης ὁ, Κεφαλλ. Πελοπν. (Γαργαλ.) –Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 1,123 γλειφίτσας Πελοπν. (Γαργαλ. Κοντογόν. Μαργέλ. Παιδεμέν. κ.ἀ.) Θηλ. γλειφίτσα Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ.) - Μ. Φιλήντ., ἔνθ᾽ ἀν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλείφω.
Σημασιολογία
1) Ὁ λίχνος, ὁ λιχούδης, ὁ λαίμαργος Πελοπν. (Βερεστ.): Ξέρεις τί γλειφίτσας εἶναι φτοῦνος; Ἔναι κακὴ γλειφίτσα ὁ μητρυιός σου Βερεστ. Συνών. ἀναγλειφτᾶς, ἀναγλείφτης, γλειφοκουτάλας, γλειφοπιˬατᾶς, γλειφοπινάκας, γλειφοσκουτελᾶς, γλειφοσκουτέλης, γλειφοσαγανᾶς, γλειφοτσανακᾶς, γλειφούτσης, γλείφτης, τσανακογλείφτης, γλεῖφτρος, γλείψαβος, γλείψας, γλειψοκουτάλα. 2) Ὁ κόλαξ, ὁ ταπεινῶς περιποιούμενος τινα Κεφαλλ.- Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., ἔνθ᾽ ἀν.: Σοῦ εἶναι μιˬὰ γλειφίτσα! Μ. Φιλήντ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. γαλίφης, μαλαγάνας, μαριˬόλος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA