ἀσυννέφιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυννέφιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσυννέφιαστος ἐπίθ. σύνηθ. ἀσ’ννέφιˬαστους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. ἀσυγνέφιˬαστος Ἤπ. Ζάκ. κ.ἀ. -ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 1, 168 ἀσυγνέφιˬαστους ᾿΄Ηπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀσ’ννέφιˬαγους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συννεφιˬαστὸς<συννεφιˬάζω. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. ἀσυννεφίαστος καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ ἔχων σύννεφα, ἀνέφελος σύνηθ.:᾿Ασυννέφιˬαστος καιρὸς- οὐρανός. ’Ασυννέφιˬαστη ἡμέρα σύνηθ. || Ποιήμ. Λάμπουνε τ᾿ ἀσυγνέφιˬαστα τὰ οὐράνιˬα σὰν ζαφείριˬα ΚΚρυστάλλ. ἔνθ’ ἀν. Σὰ χαραυγὴ ἀσυννέφιˬαστη τὸ πρόσωπο ἦταν καὶ τὰ μαλλιˬὰ σὰν τὸ τρεμάμενο φεγγάρι ΚΠαλαμ. ᾿Ασαλ ζωὴ 2 37. Συνών. ἀνέφελος, ἄνεφος, ἀσύννεφος. 2) Μεταφ ὁ μὴ ταρασσόμενος ἀπὸ ἀνησυχίας καὶ μερίμνας, ὁ ἐν γαλήνῃ διατελῶν σύνηθ.: ᾿Ασυννέφιˬαστη εὐτυχία – ζωή.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/