ἀσυνόδευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυνόδευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσυνόδευτος ἐπίθ. λόγ. πολλαχ. ἀσ’νόδιφτους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀ’νόδιφτους Ἴμβρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *συνοδευτὸς<συνοδεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ συνοδευόμενος πολλαχ.: Αὐτὴ ἡ κυρία δὲ βγαίνει - δὲ γυρίζει ποτὲ ’ς τὸ σπίτι ἀσυνόδευτη πολλαχ. Πέθανι αὐτὸς κι᾽ πάει οὑλότιλα ἀσ'νόδιφτους Αἰτωλ. β) ᾽Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν ἐπιτρέπεται νὰ πλησιάσῃ τις Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ἡ βλουιˬὰ -τοὺ χτικιˬὸ εἶνι ἀσ’νόδιφτις ἀστένε͜ιις (ἀντὶ ὁ βλογιˬασμένος, ὁ χτικιˬασμένος). Πέθανι ἀποὺ ἀσ’νόδιφτ’ ἀστένε͜ια. 2) Ὁ περίφοβος, ὁ ἀνήσυχος διὰ τὴν ἔλλειψιν συντροφίας Ἴμβρ.: Πέρασα οὕ’ d' νύχτα ἀ'νόδιφτ’, δὲ bόρουμ’ νὰ ᾽νουδιφτῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/