γλειφτὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλειφτὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γλειφτὸς ἐπίθ. Γ. Δροσίν., Πύριν. ρομφ., 53 γλειφτρὸς Σύμ. Θηλ. γλειφοῦ Πόντ. (Χαλδ.) Οὐδ. γλειφὸν Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλείφω.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ τῆς χρήσεως λειανθεὶς Γ. Δροσίν., Πύριν. ρομφ.., ἔνθ’ ἀν.: Ποίημ. Τῆς πόρτας σου πατῶ τὸ σκαλοπάτι γλειφτό, χορταριˬαστὸ ἀπ’ τ’ ἁρμυρονέρι. β) Μεταφ. ἐπὶ γυναικός, ἡ ἰσχνή, λεπτὴ Πόντ. (Χαλδ.) 2) Λεῖος Σύμ. Συνών. γλιστερός, γλιστρωτός, λεῖος, ἀντίθ. ἀγροῖκος (Ι) 1β, ἄγριος 5, γρέζος, σκληρός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/