γρηγορομαγειροῦσα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρηγορομαγειροῦσα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρηγορομαγειροῦσα ἡ, ἐνιαχ. γληγουρουμαγειροῦσα Λῆμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γρηγορομαγειρεύω. Διὰ τὸν σχηματισμὸν πβ. Ἄνθ. Παπαδόπουλ., Ἀθηνᾶ 37 (1925), 184.

Σημασιολογία

Γρηγορομαγειρευτούρα, τὸ ὁπ. βλ.: Αἴνιγμ. Ὄρνιθα μακρουραδοῦσα | κὶ γληγουρουμαγειροῦσα (τὸ τηγάνι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/