βιˬολί

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βιˬολί

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βιˬολί τό, βιˬολὶν Λυκ. (Λιβύσσ.) βκιˬολὶν Κύπρ. βιˬολί κοιν. καὶ Τσακων. βιˬουλί βόρ. ἰδιώμ. φιˬολ-λὶ Σύμ. φκιˬολ-λdὶ Ρόδ. φολ-λdὶ Ρόδ. βιˬελί Ἰων. (Καράμπ. Κρήν.) Χίος βιˬελ-λὶ Μεγίστ. βγιλ-λὶν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἰβγιλὶ Μακεδ. (Βελβ.) διˬολὶν Πόντ. δκιολὶν Κύπρ. διˬόλιν Κύπρ. διˬολὶ πολλαχ. δκιˬολὶ Κύπρ. διˬουλὶ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. βιˬόλα (ΙΙ). Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ. Διὰ τὸν τύπ. διˬολὶ ἰδ. ᾿ΑνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ. 21 καὶ ΧΠαντελίδ. Φωνητ. 36.

Σημασιολογία

1) Μουσικὸν ὄργανον τετράχορδον κοιν. καὶ Πόντ. Τσακων.: Πρῶτο βιˬολὶ (τὸ ὀξὺν ἦχον παράγον βιολί. || Φρ. Ἡ κοιλιˬά του παίζει βιˬολί (ἐπὶ τοῦ λίαν πεινῶντος, συνών. φρ. παίζει λαοῦτο-ταμπουρᾶ). Τὸ ἴδιˬο βιˬολί (ἐπὶ τοῦ ἐμμένοντος καὶ ἐπαναλαμβάνοντος τοὺς ἰδίους λόγους ἢ τοῦ ἐπιδεικνύοντος τὴν ἰδίαν συμπεριφορὰν κττ.) Ὅ,τι νὰ τοῦ πῇς, αὐτὸς τὸ βιˬολί του (ἐξακολουθεῖ τὰ ἴδια) σύνηθ. Τοὺ βιˬουλὶ κί τοὺ λαβοῦτου (ἐπὶ τῶν συμφωνούντων καὶ ἁρμονίαν ἀποτελούντων) Σάμ. Σὰ μάθ’ οὑ πουdικὸς διˬουλὶ κ᾿ ἡ κάττα μαντουλῖνου (οὐδέποτε) Λέσβ. Πρόσουπου διˬουλὶ (ἐπίμηκες) Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) || Παροιμ. Ἄν δὲ ξέρῃς νὰ χορεύῃς τὶ σοῦ φταίει τὸ βιˬολί; (ἐπὶ τῶν αἰτιωμένων ἄλλους διὰ πράγματα ὀφειλόμενα εἰς τὰς ἰδίας των ἐλλείψεις) Ζάκ. Πίσω εἶν᾿ τῆς λύρας ὁ χαβᾶς καὶ τοῦ βιˬολιοῦ γιˬ ἀντάρα (βραδύτερον θὰ ἀνακύψουν αἱ δυσκολίαι) Πελοπν. Ἄλλα λέει ἡ λύρα μου τσ᾿ ἄλλα τὸ βιˬελ-λί μου (ἐπὶ τῶν ἀποκρινομένων ἀσύμφωνα πρὸς τὰς ἐρωτήσεις) Μεγίστ. Συνών. βιˬόλα (ΙΙ) 2, βιˬολίνι, βιˬολῖνο, βιˬολούνι 1. 2) Πληθ., ἐν γένει ἔγχορδα μουσικὰ ὄργανα ὀρχήστρας σύνηθ.: Παίζουν τὰ βιˬολιˬὰ σύνηθ. || Φρ. Βγάνω βιˬολιˬὰ (καλῶ ὀργανοπαίκτας πρὸς διασκέδασιν) Κύθν. || Παροιμ. Ὅ,τι βγάλαμε ’ς τὰ ξένα, | ᾽ς τὰ βιˬολιˬὰ καὶ ’ς τὴν ταβέρνα (ἐπὶ σπατάλων) Αἴγιν. Γάμους χώρ’ς κριάρ᾽ κὶ παν’γύρ' χώρ’ς βιˬουλιˬὰ δὲ γίνιτι (τὰ καλὰ ἀποκτῶνται διὰ θυσιῶν) Ἤπ. ᾿Εγὼ γύρεψα λύρα κ’ ἐκεῖνος ἔφερε διˬολιὰ (ἐπὶ ἀσυνεννοησίας) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) 3) Εἶδος ἰχθύος τοῦ γένους τῶν σελαχοειδῶν ὁμοίου πρὸς βιολὶ Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.) Σίφν. Συνών. ρῖνα, φτυˬάρι. 4) Ζωύφιον εἰσδῦον εἰς τὸ σῶμα τῶν ἰχθύων Λεξ. Βλαστ. 5) Χαρταετὸς ὅμοιος πρὸς βιολὶ Πελοπν. (Αἴγ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.) 6) Πληθ. διˬολιˬά, εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν οἱ ὀφθαλμοὶ Θρᾴκ. (Σοφίδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/