γρηγοροσφάξιμο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρηγοροσφάξιμο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γρηγοροσφάξιμο τό, ἐνιαχ. γληοροσφάξιμο Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γρηγοροσφάζω.

Σημασιολογία

Ἡ ταχεῖα σφαγή: Εἶdα γληοροσφάξιμο ᾽τον εὐτό, μάτι μὴ σὲ πιˬάσῃ!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/