ἀσύρματος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσύρματος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσύρματος ὁ, ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. σύρμα.

Σημασιολογία

1) Ὁ λειτουργῶν ἄνευ σύρματος, ἐπὶ τηλεγράφου: Ἀσύρματος τηλέγραφος. 2) Οὐσ.: Τηλεγραφῶ μὲ τὸν ἀσύρματο. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ᾿Αθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/