γρηγορῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρηγορῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γρηγορῶ Ἐρεικ. Ἤπ. Θήρ. Κρήτ. (Μόδ. κ.ἀ.) Προπ. (Πάνορμ.) - Ι. Βενιζελ. Παροιμ.2 108, 58 - Λεξ. Περίδ. γρηγουρῶ Μακεδ (Καταφύγ.) γληγορῶ Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Μαργαρ. Σούλ.) Κέρκ. (Αὐχιόν. Καρουσ. Κασσιόπ.) Κρήτ. (Πεδιάδ.) Κύπρ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Πόντ. (Οἰν. Σούρμ.) - Γ. Καλοσγ., Προμήθ. δεσμ. 57, Κ. Κρυστάλλ., Ἔργ. 2, 37 γληγουρῶ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. γληορῶ Ἐρεικ. Ἤπ. Κύπρ. Λευκ. Μαθράκ. Ὀθων. Ρόδ. ληγορῶ Πόντ. (Κερασ.) ἀγληγορῶ Ἤπ. Πόντ. (Κοτύωρ. Σταυρ. Χαλδ.) ἀγληγουρῶ Μακεδ. (Κοζ.) Στερελλ. ἀγληορῶ Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Χαλδ.) ἀληγορῶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ Σάντ. Σταυρ. Χαλδ.) ἐληγορῶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Τραπ.) ὀγληγορῶ Πόντ. (Σταυρ. Χαλδ.) ὀγληορῶ Πόντ. (Ἴμερ.) ὀληγορῶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Τὸ Ἑλληνιστ. ρ. γρηγορῶ. Ὁ τύπ. γληγορῶ καὶ εἰς Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν., Ε 3885 (ἔκδ. I. Lambert) «δράσσω, κρατῶ, σηκώνω τον, βλέπω τον, γληγορῶ τον» καὶ εἰς Ἔπαιν. γυναικ., στ. 1179 (ἔκδ. K. Κrumbacher, σ. 411) Οἱ ἄνδρες των «νὰ ἀποθάνουν γληγοροῦσα | καὶ ἄλλο δὲν ἐπεθυμοῦσα». Ὁ τύπ. γληγορῶ καὶ εἰς Ἐρωτόκρ., Α 1813 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.)
Σημασιολογία
1) Σπεύδω, ταχύνω, βιάζομαι ἔνθ᾽ ἀν.: Γρηγορᾶτε -γρηγορᾶτε νὰ τσοὺ φτάκουμε Ἐρεικ. Γληορᾶτε νὰ πάρουμε πετρόγιˬο ᾽πὸ τὸ μαγαζί, τὶ δὲν ἔχομε γιˬὰ τὴ λάbα (πετρόγιο = πετρέλαιον, τὶ = διότι) Ὀθων. Γρηγορᾶτε Προπ. (Πάνορμ.) Γληγουρᾶστι νὰ μὶ πάριτι (σπεύσατε, ἐλᾶτε νὰ μὲ πάρετε) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Τριχᾶτι, γληγουρᾶτι (τρεχᾶτε, βιαστῆτε) Θρᾴκ. Γληορᾶστε (κάμετε γρήγορα) Ρόδ. Ἀγληγουρᾶτι, μάρ᾽, σκούζ᾽, νιρὸ, μάρ᾽ φέρ᾽τι νιρὸ Μακεδ. (Κοζ.) Ἀγληγόρεσον (βιάσου) Πόντ. Νὰ εἶεν ὀγληγορέσ᾽ν, θὰ ἐπρόφτανεν ἀτον (ἄν ἔσπευδε, θὰ τὸν ἐπρόφθανε) Πόντ. (Χαλδ.) Τ᾽ ἀληγορεῖς ντὸ ἔν᾽; (διατί βιάζεσαι;) Πόντ. (Κοτύωρ.) Ἔ, καλόν, ἄρ᾽ ρυτὰ πὲ ἀτο, γιˬατὶ ἐληγορῶ (ἔ καλὰ πές το λοιπὸν γρήγορα, διότι βιάζομαι) Πόντ. (Τραπ.) Πολλὰ ἐληγόρεσα, ἄμα ᾽κὶ ἐπρόφτασα (ἔσπευσα γρήγορα, ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασα) αὐτόθ. Ἐληγόρ᾽ καὶ σούκ᾽, ἂς πᾶμε (βιάσου καὶ σήκω, ἂς πᾶμε) αὐτόθ. Γληορᾶτε, φεύκετε τ᾽ ἔν᾽ νά ᾽ρτῃ ὁ δράκος νὰ σᾶς φάῃ Κύπρ. || Παροιμ. Ὁ Γληγόρης ἐγληγόρα κιˬ ὁ Μελέτης ἐμελέτα κιˬ ὁ Γληγόρης τὴν ἐπῆρε τοῦ Μελέτη τὴ γυναῖκα (ὁ δραστήριος ἐπικρατεῖ τοῦ ἀναβλητικοῦ καὶ νωθροῦ) Κρήτ. (Πεδιάδ.) Ἡ παροιμ. κ.ἀ. Ἡ τζούνα ὅνταν ἐληγορῇ, στραβὰ ποίει τὰ παιδία τ᾽ς (ἡ σκύλλα ὅταν βιάζεται, κάνει τὰ παιδιά της στραβὰ, τὸ ἐν σπουδῇ γενόμενον ἔργον ἔχει ἐλλείψεις) Πόντ. Π᾽ ἐληγορεῖ ν᾽ ἀρχοντύν᾽, συερᾷ τὴν ἐφτωείαν (ὅποιος σπεύδει να πλουτήσῃ, συναντᾷ τήν πτωχείαν) Πόντ. (Τραπ.) Π᾽ ἀγληορεῖ πολλά, ἀργῶς ἀπομέν᾽ (ὅποιος βιάζεται πολύ, μένει πίσω) Πόντ. (Ἴμερ.) || ᾌσμ. Φορέσ᾽τ᾽ ἀτεν, σκεπάσ᾽τ᾽ ἀτεν, ἐμεῖς ἀγληοροῦμε καὶ τὸ τατίρ᾽ν ἀτ᾽ς ἔν᾽ μικρὸν κιˬ ἀπέσ᾽ ᾽πα κ᾽ ἐχωροῦμε Πόντ. (Ἴμερ.) Κ᾽ ἔν καὶ ντὸ ἀληγορεῖς περμέσον, χάιτ᾽ ἂς πᾶμε, ἐγὼ μπαίνω, ἐγὼ βγαίνω καὶ παίρνω τὸ τὸ τακούτι σ᾽ (περμέσον = περίμενε, τακούτι = σφυρὶ) Πόντ. || Ποιήμ. Δὲ γληγορᾷς λοιπὸν νὰ τὸν ἁλυσοδέσῃς; Γ. Καλοσγ., Προμήθ. δεσμ., 57. 2) Μέσ. προσπαθῶ νὰ τελειώσω ἔργον τι Πόντ. (Ἰνέπ.): ᾎσμ. Υἱέ μου, τί ἐσπούδιˬαξες καὶ τί ἀγληορεῦτες;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA