γρηγορωσύνη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρηγορωσύνη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γρηγορωσύνη ἡ, Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κάλυμν. Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Κρήτ. (Μόδ. Νεάπ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κωνπλ. Νάξ. Πελοπν. (Βραχν. Ξεχώρ.) Σκύρ. - Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 92, 1 Α. Οἰκονομίδ., Τραγούδ. Ὀλύμπ., 141. γληγορωσύνη Θήρ. (Οἴα) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Νεάπ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Λευκ. (Φτερν.) Μῆλ. Παξ. - Ι. Πολέμ., Χειμώνανθ.2, 111 Γ. Στρατήγ., Τὶ λὲν τὰ κύμ., 68 Ε. Φραντζεσκ., Ἀριάδν., 50 - Λεξ. Βάιγ. γληγουρουσύ Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) γληορωσύνη Κῶς (Καρδάμ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Ρόδ. (Σάλακ.) Σίφν. Χίος (Καστρ.) ἐληγορωσύν Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἐληγορωσύν᾽ Πόντ. (Ὄφ.) ὀγληγορωσύνη Κρήτ. (Νεάπ.) - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀμάρτ. Βυζαντ. γρηγορωσύνη, τὸ ὁποῖον πιστοῦται ἐκ τοῦ ἐπίσης Βυζαντ. τύπ. γληγορωσύνη, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Γαδάρ. διήγ., στ. 232. (ἔκδ. Wagner, σ. 131) «ὁμοιάζω τὸν πατέρα μου κ᾽ εἰς τήν γληγορωσύνη».

Σημασιολογία

Ταχύτης, σπουδή ἔνθ᾽ ἀν.: Νά ᾽χα τὴ γληγορωσύνη σου δὲν ἢθελ᾽ ἄλλο τίοτις Μῆλ. Μὲ τὴ γληγορωσύνη ἀπού ᾽χει δὰ ξημερωθῇ ᾽ς τὴ στράτα κιˬ ἂς πηγαίνει καὶ κοdὰ Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Τέτο͜ια γληγορωσύνη δὲ τ᾽ν ἔχει καμίνιˬα Λευκ. (Φτερν.) Κανένας ᾽ὲν dοῦ βgαίνει ᾽ς τὴ γληορωσύνη Κῶς (Καρδάμ.) Ἀς σὴν ἐληγορωσύνν ἀτ᾽ ντ᾽ ἐφτάει ᾽κὶ ξέρ᾽ (ἀπὸ τὴν σπουδήν του, ἀπὸ τὴν βίαν του, δὲν ξέρει τί κάνει) Πόντ. (Τραπ.) || Παροιμ. φρ. Ὦ καμένη κοπροσύνη, | νά ᾽σουνε γληορωσύνη! (πόσον θὰ ἦτο προτιμότερον νὰ εἶναι ἐργατικὸς ὁ ὀκνηρὸς) Σίφν. || Γνωμ. Ἡ γιˬ-ἀγάπη θέλει φρόνεψη, θέλει ταπεινοσύνη, θέλει λαγοῦ προπατηξιˬά, θέλει γληγορωσύνη Κρήτ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ. ἀ. || ᾎσμ. Χίλιˬους σκότωσα κιˬ ἀκόμη δυὸ χιλιˬάδες κ᾽ ἕνας μὄφυγε κ᾽ ἐκεῖνος λαβωμένος, πού ᾽χει ἀιτοῦ φτερά, λαγοῦ γληορωσύνη Πόντ. (Ἰνέπ.) || Ποιήμ. Κέρατα ἔδωκε ὁ Θεὸς γιˬὰ δύναμη ᾽ς τὰ βόδιˬα, γληγορωσύνη ᾽ς τοὺς λαγοὺς καὶ δόντια ᾽ς τὰ λιˬοντάρια Ι. Πολέμ., Χειμώνανθ.2, 111. Σὲ νέφη ἢ βράχους σὰν μ᾽ ἀιτοῦ πετᾷ γληγορωσύνη, ᾽ς τὸ κῦμα ὡς κύκνος κολυμπάει περήφανος κιˬ ἀργὸς Γ. Στρατήγ., Τὶ λὲν τὰ κύμ., 68. Συνών. γρηγοράδα, γρηγορημάδα, γρηγοριˬά, γρηγορότη, σβελτάδα, σβελτοσύνη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/