ἄσυρτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄσυρτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄσυρτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄσυρτους βόρ. ἰδιώμ. ἄσυυτους Σαμοθρ. ἄσερτος Κρήτ. (Σφακ.) Μύκ. Σκῦρ κ.ἀ. ἄσουρτος Πελοπν. (Μάν.) Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. συρτός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Ὁ μὴ συρθείς, ὁ μὴ ἑλκυσθεὶς Πόντ. (Χαλδ.): Ἄφ᾿σ᾿ τὴν σύρτεν ἄσυρτον (ἄφησε τὸν σύρτην τῆς θύρας ἄσυρτον, ἀνοικτὸν). 2) Ὁ μὴ σαρωθείς, ἀσκούπιστος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σκῦρ.: Ἄσερτο σπίτι Σκῦρ. Ἄσερτος φοῦρνος ᾿Απύρανθ. Συνών ἀπαράσυρτος, ἀπόσυρτος 1, ἀσάρωτος, ἀσκούπιστος 1, ἀφροκάλητος. 3) Ὁ μὴ ξανθείς, ἐπὶ ἐρίων Σίφν. Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.) Ἄσυρτο μαλλὶ Σίφν. Μαλλία-σκουλλία ἄσυρτα Κερασ. κ.ἀ. Συνών. ἀλανάριστος 1, ἀλάναρος, ἀξάγκλυστος 1, ἄξαντος. 4) Ὁ μὴ κατεργασμένος, ἀκατέργαστος Μύκ. Σιφν. Σῦρ : Κερὶ ἄσυρτο (τὸ συμπαγὲς, τὸ μὴ χυθὲν εἰς κηρία) Σίφν. Ἄσερτο τσερὶ Μύκ. 5) ’Αμεταχείριστος, καινουργὴς σύνηθ. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄσυρτο κανάτι-σαπούνι-φουστάνι-χουλιˬάρι κττ. Ἄσυρτες παντόφλες. Ἄσυρτα πιˬάττα-ροῦχα κττ. σύνηθ. Παπλώματα ἄσυρτα Νάξ. (’Απύρανθ.) Προυκιˬὰ ἄσερτα Σφακ. Καμί ἄσυρτα Χαλδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄπιˬαστος 2. 6) Ὁ μὴ ἀποψιλωθεὶς τῶν τριχῶν του, ἐπὶ δερματίνων λωρίδων Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Β) Μεταφ. 1) Ὁ μὴ διασυρθείς, ὁ μὴ κακολογηθεὶς Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. 2) ᾿Εκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ ὑποφέρῃ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἄσυρτον παιδὶν Κερασ. Τραπ. κ.ἀ. Κακὸν ἄσυρτον Τραπ. Χαλδ. Συνών. ἀβάσταχτος 1β, ἀνυπόφερτος, ἀνυποφόρετος, ἀνυπόφορος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/