ἀσύρτωτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσύρτωτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσύρτωτα ἐπίρρ. πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσύρτωτος.
Σημασιολογία
Χωρὶς νὰ ἔχῃ κλείσει τις μὲ σύρτην: Ἄφησα τὴν πόρταν ἀσύρτωτα. Συνών. ἀμαντάλωτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA