ἀσυστασία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυστασία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσυστασία ἡ, Ἤπ. Κύθηρ. - Λεξ. Περίδ. ἀσυστασιˬὰ Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ. ἀσυστασὰ Θήρ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀσυστασία. Τὸ ἀσυστασιˬὰ καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ἔλλειψις συστάσεως, ἑνότητος Ἤπ. 2) Ἔλλειψις τάξεως, ἀκαταστασία Κὐθηρ. - Λεξ. Περίδ. Δημητρ. Ὅσο ἔχεις ἀσυστασιˬὰ τεχνίτης δὲ θὰ γίνῃς Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσυσταγιˬὰ 1. 3) Ἔλλειψις συνέσεως, φρονήσεως Θήρ. – Λεξ. Μπριγκ. Συνών. ἰδ. ἐν ἀνογιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/