βίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βίτσα ἡ, κοιν. καὶ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. σβίτσα Ἤπ. Θεσσ. Πελοπν. (Γέρμ.) ζίτσα Πόντ. (᾽Αμισ. Οἰν.) βίτα Στερελλ. (᾽Αράχ.) βέτσα Τῆλ. βέτζα Νίσυρ. βαβίτσα Κύπρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. οὐσ. βίτσα, ὃ ἐκ τοῦ Λατιν. vitea.
Σημασιολογία
1) Εὐθύς, λεπτὸς καὶ εὐλύγιστος κλῶνος δένδρου ἢ θάμνου, ἰδίως δὲ λύγου χρησιμεύων καὶ ὡς μαστίγιον κοιν. καὶ Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ Κοτύωρ. Οἰν Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Φρ. Βίτσα ποῦ θέλει! (εἶναι ἄξιος δαρμοῦ, συνών. φρ. ξύλο ποῦ τοῦ χρειάζεται!) σύνηθ. Μὶ τ᾽ βίτσα νὰ τοῦ βαρέσ’ς νὰ κινήσ’ (ἐπὶ οἰκίας καθαροτάτης) Μακεδ. (Νάουσ.) || Παροιμ. Ὅσο ’ν’ ἡ βίτσα δροσερὴ τὴν κάνεις ὅ,τι θέλεις (ἐνόσῳ εἶναί τις νέος εἶναι ὁ χαρακτήρ του εὔπλαστος, συνών. παροιμ. ὅσο ’ν’ἡ βέργα τρυφερὴ τὴν κάνεις ὅ,τι θέλεις) Κρήτ Χλωρὴ γυρίζ’ ἡ βίτσα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) αὐτόθ. || ᾎσμ. Σὰ δαχτυλίδ’ ἡ μέση σου σὰ βίτσα τὸ κορμί σου, χαρὰ ᾿ς τὸ νεˬὸ ποῦ δὰ σταθῇ γαbρὸς γιὰ ὄνομή σου αὐτόθ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Διήγ. παιδιόφρ. στ. 785 (ἔκδ. Wagner) «τυφλώνουν σε, κακότυχον, δέρνουν σε μὲ τὴν βίτσαν». 2) Μαστίγιον ἀποτελούμενον ἐκ βραχέος ραβδίου εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ὁποίου ἔχει προστεθῆ λεπτὸν σχοινίον Εὔβ. (’Οξύλιθ.) Κέρκ. Πελοπν. (Τριφυλ.) Στερελλ. (Καλοσκοπ.) -Λεξ. Βυζ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Συνών. μαγκούρι. 3) Ὁ καυλὸς τοῦ ἀγριοκρομμύου, τῆς σκίλλης Κύπρ. Συνών. βιτσάδα, βιτσάδιν. 4) Ἔκαστον τῶν καλαμίων τῶν τιθεμένων κατὰ πλάτος τοῦ περὶ τὸ ὀπίσθιον ἀντίον τυλισσομένου στημονίου διὰ νὰ μὴ συσφίγγεται τοῦτο Κρήτ. (Βιάνν.) 5) Ξυλίνη στεφάνη βαρελλίου Θρᾴκ. (Αἶν.) Συνών βέργα 7, στεφάνι, τσέρκι. β) ᾿Επιρρηματ., μέχρι στεφάνης Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.): Τὸ γιˬόμισε βίτσα τὸ βαρέλλι Καρυὰ Κορινθ. Τοὺ πιθάρ’ εἶνι βίτσα γιμᾶτου Εὔβ. Τὸ παπώρι ἤτανε βίτσα Κουρ. Τοὺ γέμ’σα βίτσα βίτσα Θεσσ. 6) Ἔλασμα μετάλλινον Θρᾴκ. (Σηλυβρ.): Μιˬὰ βίτσα ἀσημένιˬα-μαλαματένιˬα. Συνών. βέργα 13. 7) Εἶδος γλυκύσματος ἐπιμήκους Μεγίστ. 8) Εἶδος ραφῆς Στερελλ. (Αἰτωλ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πελοπν. (Μεσσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA