βιτσεˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βιτσεˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βιτσεˬάζω ἀμάρτ. βιτάζω Κύπρ. (Λεμεσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βιτσεˬά.
Σημασιολογία
Καταφέρω πλῆγμα μὲ βίτσαν: Βιτάζω τὸ ἄλουον.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA