ἀσύφταστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσύφταστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσύφταστος ἐπίθ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) ἀσύφταστε Τσακων. ἀσύφταγος Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀρκαδ. Καλάβρυτ.) - Λεξ. Δημητρ. ἀσύφταος Ἰθάκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) ἀνασύφταγος ΓἈθάν. Δέκα ἔρωτ. 176 ἀσυνέφταστος Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. * συφταστὸς < συφτάνω.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ μὴ προφθάσας ἣ προφθάνων Πόντ. (Χαλδ.) β) Ἐκεῖνος ποῦ εἴθε νὰ μὴν προλάβῃ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν πρὸς ὃν ὅρον ᾿Ιθάκ.: Πήγαινε, μωρὲ ἀσύφταο, ᾽ς τὴ δουλε͜ιά σου! 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν δύναταί τις νὰ προφθάσῃ, ἤτοι νὰ ἱκανοποιήσῃ ἰδίᾳ εἰς τὰς δαπάνας φαγητοῦ, ἐνδυμασίας κττ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βούρβουρ. Καλάβρυτ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ.: Ἀσύφταγη ἡ γυναῖκα του ᾽ς τὰ λοῦσα Λεξ. Δημητρ. Τρώει πολὺ γρήγορα κ’ εἶναι ἀσύφταγος αὐτόθ. Ἀσύφταγο παιδὶ Καλάβρυτ. Συνών. ἀκατάφταστος 1, ἀπρόφταστος 1. β) Ὁ δραστήριος εἰς τὸ ἔργον του Πελοπν. (Βούρβουρ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Βαρέα ἀσύφταστος εἶσαι Ὄφ. Ἀσύφταστον παιδὶν ἔν᾿ Τραπ. γ) Βιαστικός, ἐπιπόλαιος Πελοπν. (Αἰγιάλ.) - Λεξ.Δημητρ.: Αὐτὴ ἡ δουλε͜ιὰ δὲ θέλει ἀσύφταγον ἄνθρωπο, ἀλλὰ μετρημένο Αἰγιάλ. δ) Κακὸς Τσακων. Ἀσύφταστε ἄθρωπο. 3) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δὲν προφθάνει τις νὰ θεραπεύσῃ, ἀθεράπευτος Πελοπν. (Κάμπος Λακων.): Ἀσυνέφταστη ἀρρώστιˬα. Ἀσυνέφταστο σπυρί. Ἀσυνέφταστος νὰ εἶσαι! (ἀρά). Β) Οὐδ. οὐσ. 1) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀνασύφταγο, ὁ τόπος ὅπου δὲν δύναται τις νὰ φθάσῃ ΓἈθάν. ἔνθ’ ἀν.: ’Σ τ’ ἀνασύφταγα καὶ ’ς τ’ ἀναπρόφταγα! (ἐνν. νὰ πάς! Ἀρά). Συνών. ἀναπρόφταγο (ἰδ. ἀπρόφταστος 3). 2) Ὑπὸ τὸν τύπ. ἀσυνέφαστο, τὸ νόσημα ἐρυσίπελας Πελοπν. (Μάν.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνεμοπύρι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/