γριβαδέλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριβαδέλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γριβαδέλι τό, Σ. Σκίπη, Τσιγγανόθ., 59 - Λεξ. Λεγρ. Βλαστ. 433 γρεβαδέλι Λεξ. Περίδ. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. γραβαδέλι Λεξ. Αἰν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γριβάδι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -έλι.
Σημασιολογία
Ὁ μικρὸς ἰχθὺς κυπρῖνος ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Φέξ᾽τε λίγο γιˬὰ νὰ δοῦμε | τί λογῆς εἶναι τὰ ψάριˬα γριβαδέλιˬα ἢ γουλιˬανοὶ | ἢ μαρίδες ἢ κολιˬοὶ Σ. Σκίπη, ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA