γριβάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριβάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ Σλαβ. griva. Βλ. διὰ τὴν λ. Μ. Vasmer εἰς Byzant. Zeitschr. 18 (1900), 633 καὶ G. Meyer, Neugr Stud. 2, 82.

Ετυμολογία

Ὁ ἰχθὺς τῶν γλυκέων ὑδάτων Kυπρῖνος ὁ κοινὸς (Cyprinus carpio) τῆς οἰκογ. τῶν Κυπρινιδῶν (Cyprinidae) ἔνθ᾽ ἀν.: Πόταπα ψάριˬα τὰ γριβάδιˬα (πόταπα = κακῆς ποιότητος) Μακεδ. (Βόιον). Ἔπιˬασα μιˬὰ ἀπό᾽ γριβάδιˬα Μακεδ. (Δοϊράν.) ᾽Σ τοὺ γριβάδ᾽ ἡ χαίτ᾽ τ᾽ ἔ λί᾽ καμπούρα Μακεδ. (Μύρκιν.) Στέρνες ἱερὲς γεμᾶτες πεινασμένα γριβάδιˬα Π. Βλαστ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. μουστάκι, μποτσικάρι, σαζάνι, τσάφρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/