ἀσυχωρεσιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσυχωρεσιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσυχωρεσιˬὰ ἡ, πολλαχ. ἀσυκχωρεσιˬὰ Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. συχώρεσι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἐντολὴ διδομένη εἴς τινα νὰ πράξῃ τι, ἡ παράβασις τῆς ὁποίας συνεπάγεται τὴν ἀρὰν τοῦ νὰ μείνῃ ὁ παραβάτης ἀσυγχώρητος ἔνθ’ ἀν.: ᾎσμ. Ἀφῆκεν μ᾿ ἀσυκχωρεσιὰν γυναῖκα νὰ σὲ πάρω. Καρδάμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/