γρίβας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γρίβας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γρίβας ὁ, Ἤπ. (Ζαγόρ. Κοκκιν. Κόνιτσ. Κουκούλ. Κούρεντ. Μαργαρίτ. Ραδοβύζ. Ριζοβ. Τζουμέρκ.) Θεσσ. (Καρδίτσ. Μοσχᾶτ. Πήλ.) Θρᾴκ. (Αἶν. ᾽Ορτάκ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Κύπρ. Μακεδ. (Βλάστ. Βόιον Γρεβεν. Δαμασκ. Κοζ. Φλόρ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Γεράκ. Λακων. Δάρα Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Καρδαμ. Καρυὰ Κορινθ. Λαγκάδ. Λακεδ. Λακων. Λάλ. Λάστ. Μαντίν. Μεσσην. Ξηροκ. Ὀλυμπ. Σουδεν.) Σκίαθ. Στερελλ. (Ἀκαρναν. Αἰτωλ. Δελφ. Κολάκ. Μαλεσ. Παρνασσ.) - Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 101 Σ. Ματσούκ., Γλυκοχαράμ., 26 - Λεξ. Αἰν. Λεγρ. Μπριγκ. Δημητρ. γκρίβας Μακεδ. (Βόιον Δαμασκ. Καστορ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. γρίβας, διὰ τὴν προέλευσιν τοῦ ὁπ. βλ. Σ. Ξανθουδ. εἰς Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1023), σ. 330, Δ. Γεωργακᾶ εἰς Byzant. Zeitschr. 42 (1943|40), 307 καὶ (G. Meyer, Neugr. Stud. 2, 81. Ὁ τύπ. γρίβας ἢδη παρὰ Διγ. Ακρίτ., τόμ. 1, στ. 3091 (ἔκδ. Π. Καλονάρ., σ. 173) «σκάλαν βαλὼν ἐπέζευσα τὸν θαυμαστὸν τὸν γρίβαν». Ὁμοίως βλ. Οἱ δέκα λόγοι Διγεν. Ἀκρίτα, 12 (ἔκδ. Δ. Πασχάλ. εἰς Λαογρ. 9 (1926), 380): «Ἔπειτα ἐπέζευσα ἀπὸ τὸν γρίβαν καὶ ἐπίασα τὴν ράβδον καὶ ἀνέγνωσα τὰ γράμματά της».

Σημασιολογία

1) Ἵππος ὑπόλευκος, φαιόχρους πολλαχ.: Ὁ γρίβας τοῦ Δήμου εἶναι αὐτὸς ποὺ βόσκει ἀντίκρυ; Πελοπν. (Βούρβουρ.) Οὑ θ᾽κός μ᾽ οὑ γρίβας Μακεδ. (Βλάστ.) Ἦταν καβάλλα ᾽ς τοὺ γρίβα τ᾽ κὶ γι᾽ αὐτὸ δὲν ἀπόστασι Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἐσέλλωσε τὸ γρίβα, καβάλληκε καὶ πῆγε στὸ πανηγύρι Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ὁ γρίβας μου μὲ βγάνει παλληκάρι ᾽ς τὴ δουλε͜ιὰ Πελοπν. (Λακεδ.) || Παροιμ. φρ. Γρίβα τρώς, γρίβα φωνάζεις (ἐπὶ τῶν ἀνιδέων διὰ τὰ τεκταινόμενα) Πελοπν. (Καρδαμ.) || Παροιμ. Γρίβα μ᾽, κιˬ ἂν δὲ δύνισι, τοὺ μάτ᾽ σ᾽ νά ᾽νι ἄγριˬου Μακεδ. (Βόιον) || ᾌσμ. Εἶδα τὸ γρίβα σου γυμνό, τὴ σέλλα τσακισμένη Ἤπ. Παίρνου κ᾽ ἐγὼ τὸ γκρίβα μου, πάνω νὰ τὸν ποτίσω Μακεδ. (Βόιον). Μάννα μου, ἂς τὴ δώσουμε τὴν Ἀρετὴ ᾽ς τὰ ξένα, νὰ βρίσκῃ ὁ γρίβας μου ταὴ κ᾽ ἐγὼ καλὸ κονάκι Μακεδ. (Γρεβεν.) Ἄν ἔχῃς γρίβα γλήγορο, ἀπάνου ᾽ς τὰ στεφάνιˬα, κιˬ᾽ ἂν ἔχῃς γρίβα πού ᾽ν᾽ ὀκνός, ἀπάνου ᾽ς τὴ φευγάλα (ἐνν. προφθάνεις τὸν γάμον) Πελοπν. (Σουδεν.) Κάλλιαν οὑ γρίβας νά ᾽σκαζιν παρὰ τοὺ λόγου πού ᾽πις, τ᾽ ἔχου ἄντρα στὴν ξενιτε͜ιά, ἄντρα ξενιτιμένου Μακεδ. (Δαμασκ.) Πραματιφτὴς κατέβινιν ᾽ποὺ μέσα ἀπὸ τὴν Πό᾽ μὶ τοὺ Σιδέρ᾽ τ᾽ ἄλουγου, μὶ τοὺ Σιδέρ᾽ τοὺ γρίβα αὐτόθ. Τὸ γρίβα του καβάλληκε καὶ τόνε διποδίζει, ᾽ς τὰ μάρμαρα τοῦ πηγαδιˬοῦ πηγαίνει καὶ καθίζει Πελοπν. (Ξηροκ.) Πᾶν᾽ τὰ πουλλάκιˬα ᾽ς τὰ κλαριˬὰ κ᾽ οἱ ὄμορφες ᾽ς τὴ βρύση, παίρνω κ᾽ ἐγὼ τὸ γρίβα μου νὰ πάω νὰ τὸν ποτίσω Κέρκ. (Σιναρᾶδ.) Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Γλέπου τοὺ Χάρου νά ᾽ρχιτι στοὺ γκρίβα καβαλλάρ᾽ς, ἀπ᾽ τὰ μαλλιˬὰ μὶ ἅρπαξι στὴ σέλλα μὶ καθίζ᾽ Μακεδ. (Καστορ.) Χήρας ὑγιˬὸς λατρεύει τρία καλὰ ἄλογα, τὸ γρίβα καὶ τὸ μαύρη καὶ τὸν πέπανο• τὸ γρίβα γιˬὰ καβάλλα καὶ γιˬὰ λεβεντιˬά, τὸν πέπανο γιˬὰ μάτιˬα καὶ ξανθὰ μαλλιˬά, τὸ μαύρη γιˬὰ σεφέρι καὶ γιˬὰ πόλεμο. (πέπανος = καλοθρεμμένος, σεφέρι = ἐκστρατεία, πόλεμος) Ν. Πολίτ., Ἐκλογ., 101 || Ποίημ. Κεῖνοι δὲν ᾽ρχένται γιˬὰ χαρά, δὲν εἶναι συμπεθέροι, σ᾽χαριˬάτη δὲν ἐστείλανε σὲ γρίβα καβαλλάρη, ντουφέκιˬα δὲν ἐρρίξανε τώρα ποὺ ξεμυτίζουν Σ. Ματσούκ., Γλυκοχαράμ., 26. Συνών. γριβιˬάς, ἀσπρόμαυρος, ψαρίς. β) Ὄνος φαιοῦ χρώματος Πελοπν. (Σουδεν.) 2) Εἶδος χοροῦ λαβόντος τὸ ὄνομα ἐκ τοῦ κατ᾽ αὐτὸν ᾆδομένου ἄσματος τὸ ὁποῖον ἄρχεται διὰ τοῦ στίχου «Γρίβα μ᾽ σὲ θέλει ὁ βασιλιὰς» Ἤπ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσην.) 3) Τὸ πτηνὸν Κορυδαλλὸς ὁ ἀγροτικὸς (Alauda arvensis) τῆς οἰκογ. τῶν Σπιζιdῶν (Fringillidae) Θεσσ. (Καρδίτσ.) Συνών. βλαχούλα, γριβίτσα, κατσουλιˬέρης, σιταρήθρα, τσουτσούλιˬαντρος. 4) Ἡ ἄσβεστος, εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν κτιστῶν Πελοπν. (Λαγκάδ.): Σταλωτὰ ὁ γρίβας (= λίγο-λίγο τὸ ἀσβέστι) 5) Ἡ χιών, εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν κτιστῶν Ἤπ. (Κόνιτσ.): Πλάκωσ᾽ ὁ γρίβας (= ἔπεσε χιών) 6) Ὁ πενθερὸς, εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν διαφόρων ἐπαγγελματιῶν, ὅπως γανωτῶν, βαφέων, κτιστῶν κλπ. Θρᾴκ. (Ὀρτάκ.) Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γρίβας καὶ ὡς παρων. Ἐρεικ. Εὔβ. (Στρόπον.) Λευκ. (Φτερν.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βελίτσ. Μαργέλ. Τσιτάλ.) Τσακων. (Πραστ.) καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν. Ἤπ. Θεσσ. (Ἐλασσ. Καρδίτσ. κ.ἀ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Μακεδ. (Γρεβεν. Κοζ.) Μῆλ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀναβρ. Λαγκάδ.) Στερελλ. (Ἁλίαρτ. Γαλαξ. Ναύπακτ. Φωκ. κ.ἀ.) Ἐπίσης ἡ λ. ὑπὸ τὸν αὐτὸν τύπ. Γρίβας καὶ ὡς τοπων. Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/