γριβιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριβιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γριβιˬάζω Ἤπ. γριβιάζου Ἤπ. Μακεδ. Στερελλ. (Σπάρτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γρίβας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬάζω.

Σημασιολογία

Λευκαίνομαι τὴν κόμην ἔνθ᾽ ἀν.: Γρίβιˬασα ἡ μαῦρους, πάου, γέρασα! Μακεδ. Ἔ κακουμοίρ᾽, γρίβιˬασις dὶπ! Στερελλ. (Σπάρτ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/