γριβίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριβίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γριβίζω ἐνιαχ. γριβίζου Ἤπ. (Πλατανοῦσ. Ραδοβύζ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Βαθύρρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γρίβας.
Σημασιολογία
1) Λευκάζω, εἶμαι λευκόθριξ. Ἤπ. (Πλατανοῦσ. Ραδοβύζ. κ.ἀ.): Πουλὺ νουρὶς γρίβ᾽σι Πλατανοῦσ. 2) Ἐπὶ βοῶν, ἔχω χρῶμα φαιόχρουν Θεσσ. (Βαθύρρ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA