ἀσφαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσφαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσφαλίζω λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀσφαλίζω.
Σημασιολογία
1)Τοποθετῶ τι εἰς ἀσφαλὲς μέρος πρὸς προφύλαξιν ἀπὸ παντὸς κινδύνου σύνηθ.: Ἀσφάλισα τά κοσμήματά μου - τὰ χρήματά μου. β) Καθιστῶ τι ἀσφαλὲς σύνηθ.: Ἀσφαλίζω τὸ μέλλον τῶν παιδιˬῶν μου. 2) Λαμβάνω ἢ παρέχω διὰ συμβάσεως ἐγγύησιν δι᾿ ἀποζημίωσιν εἰς περίπτωσιν θανάτου ἢ καταστροφῆς πράγματός τινος κοιν.: Ἀσφαλίζω τὴ ζωή μου - τὸ μαγαζί μου – τὸ σπίτι μου κττ. Ἀσφαλίζω τὸν ἑαυτό μου. Οἱ ἀσφαλιστικὲς ἑταιρεῖες μᾶς ἀσφαλίζουν ζωὴ καὶ περιουσία. Εἶμαι ἀσφαλισμένος ’ς τὴ δεῖνα ἑταιρεία. Ἀσφαλισμένη περιουσία. Ἀσφαλισμένο σπίτι κοιν. 3) Ἐπὶ ὅπλου ἢ πυροβόλου, καταβιβάζω τὴν σφῦραν εἰς τὴν ἐγκοπὴν τῆς ἀσφαλείας ἢ τῆς καταπτώσεως σύνηθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA