ἀσφάλιστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσφάλιστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀσφάλιστα ἐπίρρ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀσφάλιστος.
Σημασιολογία
Χωρὶς νὰ κλείσῃ τις, ἀνοικτά: Ἄφησα τὴν πόρτα – τὸ σπίτι ἀσφάλιστα. Συνών. ἀκλείδωτα, ἀνοιχτὰ 1, ἀποκλείδωτα, ξεκλείδωτα, ἀντίθ. κλειστά. Πβ. ἀμαντάλωτα, ἀσύρτωτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA