ἀσφαλιστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφαλιστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀσφαλιστὴς ὁ. λόγ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀσφαλίζω.

Σημασιολογία

Ὁ ἀσφαλίζων, ὁ ὑπάλληλος ἀσφαλιστικῆς ἑταιρείας.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/