ἀσφαλτώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσφαλτώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀσφαλτώνω λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄσφαλτος. Πβ. τὸ μεταγν. ἀσφαλτῶ.
Σημασιολογία
Ἀσφαλτοστρώνω, ὃ ἰδ.: Ἄρχισε ὁ δῆμος κιˬ ἀσφαλτώνει τοὺς δρόμους. Δρόμος ἀσφαλτωμένος. Πλατεῖα ἀσφαλτωμένη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA