ἀσφαλῶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφαλῶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀσφαλῶς ἐπίρρ. λόγ. σύνηθ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίρρ. ἀσφαλῶς.

Σημασιολογία

Βεβαίως, ἀναμφιβόλως: Ἀσφαλῶς δὲ θά ᾽ρθῃ. Ἀσφαλῶς τὸ λησμόνησε. Ἀσφαλῶς κἄτι θὰ τοῦ συνέβη.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/