ἀσφοδελεˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφοδελεˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀσφοδελεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀσφοdιλεˬὰ Κρήτ. ἀσφεdιλεˬὰ Κρήτ. ᾽σφειdιλεˬὰ Κρήτ. ἀσφεdιλὲ Δ.Κρήτ. Μῆλ. ἀσφεδίλα Κορ. Ἄτ. 4,37 ἀσφεdρουλεˬὰ Κρήτ. (Σητ.) ἀσποϊλεˬὰ Κῶς ᾿σποδριλεˬὰ Χίος ᾽σπορδιλεˬὰ Χίος ᾽σπερδουκλεˬὰ Πελοπν. (Μάν.) ἀσκουρδαλεˬὰ Κύθν. Πάρ. ἀσκορδουλεˬὰ Κύθν. ἀσκουρδουλεˬὰ Κύθν. Πάρ. ἀσκλιδεˬὰ Κέρκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀσφόδελος καὶ τῆς καταλ -εˬά.

Σημασιολογία

Ἀσφόδελος͵ ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Παροιμ. Μὲ τσ᾽ ἀσφεdιλεˬὲς δὲ gάνουν μεσοδόκιˬα (δι᾽ ἀνεπαρκῶν μέσων δὲν γίνονται σημαντικὰ ἔργα) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/