βλαβερότοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βλαβερότοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βλαβερότοπος ὁ, Θήρ. Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. βλαβερός καὶ τοῦ οὐσ. τόπος.
Σημασιολογία
1) Τόπος ἑλώδης Κρήτ. Συνών. βλαβότοπος. Πβ. βλαβερὸς 2. 2) Τόπος συχναζόμενος ἀπὸ νεράϊδες ἢ ἄλλα κακοποιὰ πνεύματα Θήρ. Πβ. βλαβερὸς 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA