βλάβη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βλάβη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βλάβη ἡ, λόγ. σύνηθ. βλάβ’ βόρ. ἰδιώμ. βλάη Μεγίστ. Ρόδ. (Κάστελλ. κ.ἀ.) βλάβος τό, Κρήτ. κ.ἀ. -ΙΚονδυλάκ. Πατούχ. 92 Πρώτη ἀγάπ. 70 -Λεξ. Βλαστ. βλάος Κάρπ. Κύπρ. κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. βλάβη, παρ’ ὃ καὶ βλάβος.

Σημασιολογία

1) Ζημία, φθορὰ σύνηθ.: Τὸ σπίτι ἔπαθε βλάβη ἀπὸ πυρκαϊά. Τὸ καράβι ἕπαθε βλάβη ἀπὸ τρικυμία. || Παροιμ. Κιˬ ἄσπροι σκύλλοι ᾿ς τὸ παζάρι | βλάβη κάνου ᾿ς τὸ μπαμπάκι (ἐν ἐπικινδύνῳ ὑποθέσει καὶ μικρὰ ἀφορμὴ δύναται νὰ βλάψῃ) ΙΒενιζέλ. Παροιμ.2 141,369. || ᾎσμ. Καὶ τὰ καράβιˬα παρπατοῦν χωρὶς κἀνένα βλάος Κύπρ. Συνών. βλάμμα, βλαμμός, ζημιˬά. 2) Πρᾶγμα ἢ τόπος βλαβερὰς Σύμ. Ἡ σημ. ἀρχ. Πβ. Αἰσχύλ. Εὐμεν. 859 «αἱματηρὰς θηγάνας σπλάγχνων βλάβας νέων». 3) Πάθησις, νόσος ἐπὶ ἀνθρώπων, ζῴων καὶ φυτῶν Κρήτ. Ρόδ. Στερελλ. (᾿Αράχ.) -ΙΚονδυλάκ. Πατούχ. 92: Βλάβος θὰ πέσῃ, ἀρρώστιˬα καὶ γιˬὰ τσ᾿ ἀνθρώπους καὶ γιˬὰ τὰ κηπικὰ ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. Ἔ’, βλάβ’ ’ς τὰ μάτιˬα Στερελλ. (᾽Αράχ.) Τό ᾿πιˬασε βλάη Ρόδ. 4) Ὁ διαλείπων ἑλώδης πυρετὸς Κρήτ. Λυκ (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Ρόδ. -ΙΚονδυλάκ. Πρώτη ἀγάπ. 70: Πιˬάν-νει μου βλάβη Λιβύσσ. Βλάη μὲ βαστᾷ Μεγίστ. ’Σ τὸ χωριό μας, ἂν καὶ ὀρεινό, δὲν ἔλειπε τὸ βλάβος ΙΚονδυλάκ. ἔνθ’ ἀν. 5) Νοσηρὰ τοῦ κλίματος κατάστασις Κρήτ.: Ἔχει βλάβος ὁ τόπος-τὸ χωριˬό. 6) ’Ανάγκη Στερελλ. (’Αράχ.): Τί βλάβ’ ἔ’ αὐτός!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/