ἀσφύριχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφύριχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσφύριχτος ἐπίθ. (Ι) πολλαχ. ἀσφύριστος Λεξ. Περίδ. ἀσούριχτους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σφυριχτὸς < σφυρίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ συριχθεὶς ἔνθ. ἀν. 2) Ὁ μὴ καταγελασθεὶς πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/