ἀσφύριχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσφύριχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσφύριχτος ἐπίθ. (ΙΙ) ἀμάρτ. ἀσπύριχτος Πόντ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σφυριχτὸς < σφυρίζω = σφυρηλατῶ.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑποστὰς τὴν τελευταίαν διὰ σφυρηλασίας ἐπεξεργασίαν, ἐπὶ χαλκίνου σκεύους: Τὸ χαλκὸν ἀκόμαν ἀσπύριχτον ἔν’ (χαλκόν = καζάνι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/