γριλεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γριλεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γριλεύω Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Σάντ. Χαλδ.) γρουλεύω Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. kirilmak = θραύομαι

Σημασιολογία

Κατακόπτω, καταστρέφω, ἀφανίζω Πόντ. (Ἀμισ. Ἴμερ. Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Κάπο͜ιος ἐσέβεν τὴ νύχταν κ᾽ ἐγρίλεψεν τὸ κεπί μ᾽ (κάποιος ἐμπῆκε τὴν νύκτα καὶ κατέστρεψεν τὸν κῆπον μου) Κερασ. Ἄρκον ἐσέβεν ᾽ς σὸ κεπὶν κ᾽ ἐγρίλεψεν τὰ κολογκύθ Χαλδ. Ὁ Χάρον ἐγρίλεψεν τ᾽ ὀσπίτ᾽ν ἀτ᾽ Σάντ. Χαλδ. Ἡ χολέρα γρουλεύει Κερασ. Κοτύωρ. Ἡ χαμνία ἐγρίλεψεν τὸν κόσμον (χαμνία = ὁ τῦφος) Χαλδ. ᾽Εγρίλεψαν τ᾽ ἀσκέρ᾽ (ἐξωλόθρευσαν τὸν στρατὸν) Χαλδ. || Φρ. Ἂς σὴν ᾽νεγκασίαν ἐγριλεῦτα (ἐκουράσθηκα πολύ) Σάντ. Χαλδ. Ἐγρουλεύταμεν ἀς σὰ γέλιˬα (ἐσκάσαμε ἀπὸ τὰ γέλια) Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Ὁ γουρζουλᾶς νὰ γριλεύ᾽ σε (ἀρά· ἡ πανούκλα νὰ σὲ ἐξαφανίσῃ) Χαλδ. ᾽Εγρίλεψα τ᾽ ὀψάρ (ἔπιασα πολλὰ ψάρια) Ἀμισ. Ἴμερ. Σάντ. Χαλδ. || Παροιμ. Τὸν ἄρκον ἔστειλαν ᾽ς σὰ ξύλα κ᾽ ἐκεῖνος ἐγρίλεψε τ᾽ ὄρος (ἐπὶ τοῦ προξενοῦντος μεγάλην καταστροφὴν διὰ μικρὰν ἐργασίαν) Ἀμισ. Ἴμερ. Χαλδ. || ᾌσμ. Ἔσειξεν τὰ βραόνας ἀτ᾽ κ᾽ ἐκόπαν τ᾽ ἁλεσίδ, μὲ τ᾽ ἁλυσοδοκόμματα γρούλεψεν τὸν λαόν του Κερασ. Κοτύωρ. - Τὰ γονικά σ᾽ ἀπέθεν; - Ἡ μάννα μ᾽ ἀπ᾽ τοὺς οὐρανούς, ὁ κύρη μ᾽ ἀπ᾽ τὰ νέφη, τ᾽ ἀδέλφ μ᾽ στράφτ᾽νε καὶ βροντοῦν κ᾽ ἐγὼ γριλεύω δράκους Ἀμισ. Ἴμερ. Χαλδ. β) Μέσ., ἀναμετροῦμαι Πόντ. (Κοτύωρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/