ἄσχετος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄσχετος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄσχετος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄσχετος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ἔχων σχέσιν πρός τι, ὁ ξένος πρός τι: Αὐτὸ ποῦ λές εἶναι ἄσχετο μὲ τὸ ζήτημα. Ἄσχετο τί θὰ κάμω ἐγὼ (ἄλλο ζήτημα κτλ.) 2) Ὁ μὴ συναναστρεφόμενος πρός τινα, ὁ μὴ ἔχων κοινωνικὰς σχέσεις: Εἴμαστε ἄσχετοι μὲ τοὺς γείτονές μας - μὲ τὴ δεῖνα οἰκογένεια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA