γριˬόλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριˬόλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρίλιˬα ἡ, κοιν. γκρίλιˬα Ἤπ. Πελοπν. (Καλάμ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. grille.
Σημασιολογία
Παραθυρόφυλλον συγκείμενον ἐκ ξυλίνου πλαισίου παραλληλογράμμου καὶ μικρῶν τεμαχίων σανίδος ὁριζοντίως πρὸς τὸ πλαίσιον καὶ παραλλήλως μεταξύ των τεθειμένων καὶ κεκλιμένων ὑπό τινα γωνίαν, τῶν ὁποίων τὰ ἄκρα ἐφαρμόζονται στερεῶς εἰς ἐντομὰς τῆς ἐσωτερικῆς ἐπιφανείας τῶν δύο ἑκατέρωθεν πλευρῶν τοῦ πλαισίου· ἐνίοτε τὰ λεπτὰ μικρὰ τεμάχια δύνανται νὰ κινοῦνται ἐλευθέρως μὲ τὴν βοήθειαν ξυλίνου κατακορύφου κανόνος, περὶ τὸν ὁποῖον εἶναι συνηρμοσμένα κοιν.: Ἀνοίγω - κλείνω τὶς γρίλιˬες. Κοιτάζει κρυφὰ ἀπὸ γρίλιˬες κοιν. Κλεῖσε τὶς γρίλιˬες, γιˬατὶ φυσάει ἀέρας Κέρκ. Τὸ bουρίνι μᾶς ἔσπασε τὴ γρίλιˬα καὶ τσῆ βάλαμε διπλῆ λαπάτσα νὰ ποροπιˬαστῇ (λαπάτσα = τεμάχιον ξύλου πρὸς ἐνίσχυσιν) Ἰθάκ. || ᾎσμ. Τὰ μάθιˬα σου ᾽ναι γαλανὰ τσαὶ τὰ μαλλιˬά σου γρίλιˬες ἂν εἶχα τσαὶ λιάτσι νοῦ, ἐσὺ μοῦ τόνε πῆρες Θήρ. (Οἴα) || Ποίημ. Ξέρει τὴν ὥρα ποὺ περνᾷ, τὴν ὥρα ποὺ διαβαίνει καὶ τρέχει ᾽ς τὸ παράθυρο καὶ μόνη τὸν προσμένει, μὰ σὰν τὸν βλέπει μακριά, ᾽ς τὴ γρίλιˬα της τραυε͜ιέται κ᾽ ἔτσι κ᾽ ἐκεῖνος θλίβεται κ᾽ ἐκείνη τυραννε͜ιέται Ι. Πολέμ., Χειμώνανθ.2, 150, Συνών. παντζούρι. β) Λεπτὸν κιγκλίδωμα, κάγκελο Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Τὸ ταμεῖον χωρίζεται ἀπὸ τὰ ἄλλα γραφεῖα μὲ γρίλιˬες Λεξ. Δημητρ. γ) Ἐσχάρα Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA